ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΝ
ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟΝ ΘΗΛΕΩΝ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΙΓΟΥΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ
ΕΝ ΠΕΙΡΑΙΕΙ
2017
ΑΡΙΘ. 28566
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΤΖΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Εν Αθήναις σήμερον την δεκάτην εβδόμην (17) Ιουλίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού εννενηκοστού έκτου (1896) έτους, ημέραν της εβδομάδος Τετάρτην και ώραν τρίτην μετά μεσημβρίαν, ενεφανίσθη εις το συμβολαιογραφείον εμού του συμβολαιογράφου Αθηνών, εδρεύοντος και κατοικούντος εν τη πόλει Αθηνών Παναγιώτου Ν. Παππαδιαμαντοπούλου, κείμενον εν τη οδώ Αγίας Ειρήνης και υπ’ αριθ. 12 της πόλεως Αθηνών και υπό την οικίαν των κληρονόμων Βασιλείου Δεμερτζή, υπαγομένην εις την ενορίαν του ιερού ναού της Αγίας Ειρήνης, ενεφανίσθη λέγω εις το μνησθέν συμβολαιογραφείον μου ο κύριος Ιωάννης Χατζή Κυριακός, πρώην ταμβακοπώλης και νυν κτηματίας και κάτοικος της πόλεως Αθηνών γνωστός εις εμέ και γνωρίζων γράμματα και να γράφη, όστις με προσεκάλεσε να μεταβώ εις την οικίαν του ίνα μου υπαγορεύση να συντάξω την διαθήκην του. Παραλαβών αυθωρεί τρείς μάρτυρας εις ους ανεκοίνωσα τον σκοπόν της προσκλήσεώς των, τους κατωτέρω αναφερομένους μετέβην μετ’ αυτών και του ειρημένου Ιωάννου Χατζή Κυριάκου εις την ιδιόκτητον αυτού οικίαν, κείμενην επί της οδού Μάρκου Αυρηλίου και Πλατείας Αιόλου της πόλεως Αθηνών φέρουσαν αριθμόν πρώτον και υπαγομένην εις την ενορία του εν τη πόλει Αθηνών ιερού ναού της Παναγίας Χρυσοκαστριωτίσης, εις ον και ο ιδιοκτήτης αυτής Ιωάννης Χατζή Κυριακός εκκλησιάζεται.
Άμα πάντες οι ανωτέρω ανήλθαμεν εις την ειρημένην οικίαν, ο αυτός Ιωάννης Χατζή Κυριακός εισήγαγεν εμέ και τους κατωτέρω αναφερομένους τρεις μάρτυρας εις το κεντρικόν δωμάτιον του άνω πατώματος της αυτής οικίας του, το προς δυσμάς κείμενον, εφ΄ου και ο εξώστης της οικίας, και όπερ χρησιμεύει ως αίθουσα υποδοχής, εισελθών δε και ούτος εντός αυτού μοι εδήλωσε και αύθις ότι με προσεκάλεσε να συντάξω την δημοσίαν διαθήκην του, βεβαιωθείς αδιστάκτως εκ των μετ’ αυτού επί διαφόρων αντικειμένων συνομιλιών μου εκ των καταλλήλων και λογικών αυτού απαντήσεων και εκ των πολλών συστάσεων, ας μοι απηύθυνεν ίνα μετά πάσης προσοχής συντάξω την διαθήκην του, ότι έχει υγυείς και σώας τας φρένας και πλήρεις όλας αυτού τας αισθήσεις, χωρίς να είναι κωφός ούτε τυφλός. Έκλεισα αμέσως τας πέντε θύρας του δωματίου εν ω ευρισκώμεθα, εις τρόπον ώστε να μη ακούηται έξωθεν η φωνή και εμείναμεν μόνοι εντός του ειρημένου δωματίου εγώ ο συμβολαιογράφος, ο διαθέτης Ιωάννης Χατζή Κυριακός και οι επόμενοι τρεις μάρτυρες 1) Ξενοφών Ψαρράς, δικηγόρος και καθηγητής του Εθνικού Πανεπιστημίου, κατοικών εν τη ιδιοκτήτω αυτού οικία κειμένη επί της οδού Θησέως της πόλεως Αθηνών του Δήμου Αθηναίων, φερούση αριθμόν δέκα πέντε της αυτής οδού και υπαγομένην εις την ενορίαν του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου, εις ον και ο ρηθείς μάρτυς εκκλησιάζεται, κάτοικος της πόλεως Αθηνών, πολίτης Έλλην, χριστιανός του ανατολικού δόγματος, ενήλιξ, άσχετος πάσης συγγενείας προς εμέ, προς τον διαθέτην και προς τους λοιπούς μάρτυρας μη υπαγόμενος εις ουδεμίαν νόμιμον εξαίρεσιν. 2) Διονύσιος Θ. Σωμερίτης δικηγόρος, κατοικών εν τη οικία του Βαρθολομαίου Γκίζη, ιατρού, κειμένη επί της οδού Πινακωτών της πόλεως Αθηνών του Δήμου Αθηναίων, φερούση αριθμόν δέκα της αυτής οδού και υπαγομένην εις την ενορίαν του ιερού ναού της Ζωοδόχου Πηγής, εις ον και ο ρηθείς μάρτυς εκκλησιάζεται, κάτοικος της πόλεως Αθηνών πολίτης Έλλην, χριστιανός του ανατολικού δόγματος, ενήλιξ, άσχετος πάσης συγγενείας προς εμέ τον συμβολαιογράφον, προς τον διαθέτην και προς τους λοιπούς μάρτυρας, μη υπαγόμενος εις ουδεμίαν νόμιμον εξαίρεσιν και 3) Γεώργιος Ν. Κουμουτζόπουλος, δικηγόρος, κάτοικος Αθηνών, κατοικών εν τη ενταύθα και επί της διασταυρώσεως των οδών Μάρκου Αυρηλίου και Κυρήστου, φερούση αριθμόν τρίτον κείμενη οικία των κληρονόμων Νικολάου Κουμουτζοπούλου, υπαγόμενην εις την ενορίαν του ιερού ναού της Παναγίας Χρυσοκαστιωτίσης, εις ην και ο ρηθείς μάρτυς εκκλησιάζεται, πολίτης Έλλην, χριστιανός του ανατολικού δόγματος, ενήλιξ, άσχετος πάσης συγγενείας προς εμέ τον συμβολαιογράφον, προς τον διαθέτην και προς τους λοιπούς μάρτυρας, μη υπαγόμενος εις ουδεμίαν νόμιμον εξαίρεσιν.
Μείνατες οι ανωτέρω αναφερόμενοι μόνοι εν τω ανωτέρω δωματίω της αυτής οικίας εγώ ο διαθέτης και οι ανωτέρω μάρτυρες, προσεκάλεσα τους αυτούς μάρτυρας, να παρατηρήσωσι και ούτοι και βεβαιωθώσιν αν ο διαθέτης έχει σώας τας φρένας, συνομιλήσαντες πάντες οι ανωτέρω μάρτυρες αλληλοδιαδόχως μετά του διαθέτου περί διαφόρων αντικειμένων εβεβαιώθησαν και επείσθησαν και ούτοι ότι ο διαθέτης Ιωάννης Χατζή Κυριακός έχει σώας τας φρένας, πλήρεις τας αισθήσεις και υγειά τον νούν, προσεκάλεσα παρά χρήμα τους ανωτέρω τρεις μάρτυρας να δώσωσιν επί του Ιερού Ευαγγελίου τον υπό του πέμπτου άρθρου του από ενδεκάτης Φεβρουαρίου 1830 τριάκοντα περί διαθηκών ψηφίσματος διατασσόμενον όρκον, και οι τρεις ούτοι μάρτυρες θέσαντες έκαστος αυτών την δεξιάν αυτών επί του Ιερού Ευαγγελίου ώμοσαν αμέσως τον εξής όρκον «Ορκιζόμεθα επί του Ιερού Ευαγγελίου να φυλάξωμεν μυστικόν παν ό,τι ακούσωμεν από του στόματος του Ιωάννου Χατζή Κυριακού και θα τηρήσωμεν μυστικόν ολόκληρον το περιεχόμενον της διαθήκης αυτού μέχρι του θανάτου του, ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν αυτού Ευαγγέλιον. Αφού όλοι οι ανωτέρω μάρτυρες έδωσαν τον ανωτέρω όρκον, προσεκάλεσα τον διαθέτην να μου εκφράση την τελευταίαν θέλησίν του, ούτος δε ο Ιωάννης Χατζή Κυριακός, κτηματίας, κάτοικος της πόλεως Αθηνών, κατοικών εν τη υπ’αριθμόν πρώτον επί της οδού Μάρκου Αυρηλίου και Πλατείας Αιόλου και εις την ενορίαν της Παναγίας Χρυσοκαστριωτίσης κειμένη ιδιοκτήτω οικία του, εις ήν και ενοριακώς υπάγεται η οικία του αύτη πολίτης Έλλην, χριστιανός του ανατολικού δόγματος, ενήλιξ, εγγράμματος, έχων σώας τας φρένας και πλήρεις τας αισθήσεις, γνωστός εις εμέ και εις τους γνωστούς μοι μάρτυρας, μη έχων συγγένειαν ούτε με εμέ, ούτε με κανένα εκ των ανωτέρω μαρτύρων, και μη υπαγόμενος εις ουδεμίαν νόμιμον εξαίρεσιν, εκκλησιαζόμενος δε εις τον ναόν της ανωτέρω ενορίας της Παναγίας Χρυσοκαστριωτίσης, ήρξατο να μου λέγη τα επόμενα άτινα γράφω κατά τους ιδίους του λόγους, χωρίς να μεταβάλλω την έννοιαν αυτών και χωρίς να του κάμω καμμίαν παρατήρησιν.
«Μη ευδοκησάσης της Θείας Πρόνοιας να αποκτήσω εκ του γάμου μου τέκνα και στερούμενος άλλων αναγκαίων κληρονόμων ονομάζω και εγκαθιστώ κληρονόμον μου το εν Πειραιεί Τζάνειον Νοσοκομείον εις το οποίον αφήνω δραχμάς πεντακοσίας (500). Άπασα δε η κινητή και ακίνητος περιουσία μου η παρούσα και η μέλλουσα την οποίαν ήθελον αποκτήσει μέχρι του θανάτου μου θέλω να χρησιμεύση προς σύστασιν και διατήρησιν ορφανοτροφείου των ορφανών και απόρων κορασίων, φέροντος το όνομα εμού και της συζύγου μου Μαριγώς, του οποίου ήρξατο η οικοδομή προ πολλού παρ’ εμού εν Πειραιεί πλησίον του Βασιλ. Περιπτέρου και της οποίας οικοδομής την αποπεράτωσιν αποθανόντος εμού θέλουσιν αναλάβει οι εκτελεσταί της διαθήκης μου. Ο κληρονόμος μου δεν δύναται να λάβη την περιουσίαν μου, αλλ΄οι εκτελεσταί της διαθήκης μου και καθ’ ον ορίζω κατωτέρω τρόπον. Το ορφανοτροφείον θα συντηρήται εκ’ των ετησίων εισοδημάτων της περιουσίας μου, άτινα οι εκτελεσταί μου θα χορηγώσιν εις αυτό. Παραγγέλω ίνα η διοίκησις και ο οργανισμός τούτου είναι όμοιος με του εν Αθήναις Εθνικού Ορφανοτροφείου των κορασίων του Αμαλιείου. Επειδή ευτυχώς το ετήσιον καθαρόν εισόδημα της περιουσίας μου αναβαίνει εις εξήκοντα χιλιάδες δραχμών (60000), ορίζω, ίνα διά την ανέγερσιν της οικοδομής του ορφανοτροφείου εξοδεύωνται πεντήκοντα χιλιάδες δραχμών κατ’ έτος μέχρις αποπερατώσεως αυτής, αι δε λοιπαί δραχμαί δέκα χιλιάδες διατίθενται εις άλλας ανάγκας των κτημάτων μου.
Μετά το πέρας της οικοδομής του ορφανοτροφείου το ετήσιον εισόδημα της περιουσίας μου, ήτοι αι εξήκοντα χιλιάδες δραχμών θα χρησιμεύσωσι καθ΄ ον κατωτέρω ορίζω τρόπον διά την συντήρησιν του καταστήματος, έχοντος, ως είπον, τον αυτόν με τον Αμαλιείον ή Εθνικόν Ορφανοτροφείον των κορασίων κανονισμόν, εκτός του αριθμού των κορασίων, διότι ο αριθμός αυτών θα ορίζηται επί τη βάσει του εισοδήματος της περιουσίας μου και κατά τον κατωτέρω αναφερόμενον τρόπον της διαθέσεως αυτού.Τα εις το ορφανοτροφείον εισαγόμενα και εν αυτώ διαιτώμενα κοράσια διαιρούνται εις δύο κατηγορίας.
- Εις κοράσια ορφανά πατρός και μητρός ή μόνον πατρός άτινα συντηρούνται δαπάναις του ορφανοτροφείου και καλούνται υπότροφα και 2) εις κοράσια ορφανά ή μη ορφανά, άτινα συντηρούνται δαπάναις της Κυβερνήσεως, Δήμου τινός ή ιδιώτου συγγενή των και άτινα καλούνται οικότροφα. Κατά προτίμησιν θα εισάγωνται εις το ορφανοτροφείον τέσσαρα κοράσια εκ της πατρίδος μου Σμύρνης και τέσσαρα εκ της πατρίδος της συζύγου μου, ήτοι εκ Τριπόλεως της Πελοπονήσου, δύνανται δε ταύτα να ήναι ορφανά μόνον πατρός ή και μόνον μητρός, εάν δεν υπάρχωσιν ορφανά πατρός και μητρός, ουδέποτε όμως και μη ορφανά, θα υπάγωνται δε και ταύτα εις την κλάσιν των υποτρόφων κορασίων. Τούτο θα επαναναμβάνηται τακτικώς, ώστε όσα από τα κατά προτίμησιν εισαγόμενα κοράσια εν καιρώ εξέρχονται εκ του καταστήματος, να αναπληρώνωνται αμέσως δι’ άλλων κορασίων, ώστε ο αριθμός των οκτώ να είναι πάντοτε πλήρης. Την εποπτείαν της διαχειρίσεως του προσωπικού του καταστήματος του ορφανοτροφείου ορίζω να έχωσιν άπαντες οι εκτελεσταί μου, ήτοι της παρά του προσωπικού, ενεργουμένης διαχειρίσεως. Επιθυμώ όπως εκτός των άλλων όσα θα διδάσκωνται εν των ορφανοτροφείω, εισαχθώσι και όλαι αι γυναικείαι τέχναι, αι διδασκόμεναι εν τω καταστήματι των απόρων γυναικών, διά να χρησιμεύσωσιν εις τα ορφανά κοράσια προς πορισμόν του βίου των. Επειδή δε ο σκοπός του ορφανοτροφείου τούτου θέλει είσθαι ατελής, εάν δεν υπάρξη πρόνοια και περί αποκαταστάσεως των εν αυτώ ανατρεφομένων και εκπαιδευομένων κορασίων, ορίζω εκ του ετησίου εισοδήματος να δαπανώνται μόνον δραχμαί τριάκοντα χιλιάδες, ετησίως δε εξήκοντα κοράσια και διά την εν γένει λειτουργία του καταστήματος, το δε υπόλοιπον του εισοδήματος να κατατίθηνται επωφελώς εις τράπεζας διά να χρησιμέυση αφ’ ενός μεν προς προίκισιν των ορφανών και υποτρόφων κορασίων των απόρων τούτων, αφ’ ετέρου δε προς αύξησιν της περιουσίας του καταστήματος. Αυξανομένης της περιουσίας του ορφανοτροφείου εκ κληροδοτημάτων ή άλλων κληρονομιών, η εξ οιωνδήποτε άλλων λόγων εν τω μέλλοντι, πάλιν ο αυτός κανών θέλω να τηρήται, ήτοι το ήμισυ μόνον του ετησίου εισοδήματος να δαπανάται προς συντήρησιν των εν τω καταστήματι κορασίων και προς λειτουργίαν εν γένει αυτού, το άλλο ήμισυ θέλει χρησιμεύσει προς προίκισιν των αποφοιτώντων ορφανών υποτρόφων και προς αύξησιν της περιουσίας. Η προιξ εκάστου εξερχομένου ορφανού και απόρου υποτρόφου κορασίου θέλει συνίσταται εις δραχμάς δύο χιλιάδας (2000) εκ της περιουσίας μου. Εάν το διοικητικό συμβούλιον ήθελεν εγκρίνει ότι αποφοιτόν τι κοράσιον υπότροφον απέφερεν ωφέλειαν τινά εις το κατάστημα διά των χειροτεχνημάτων του κατά την διάρκειαν της εν αυτώ συντηρήσεώς του, τότε δύναται να προσθέτη εις την διδομένην ταύτην προίκα και χρηματικόν ποσόν ανάλογον προς την προκύψασαν εις το κατάστημα ωφέλειαν εκ της εργασίας του εν λόγω κορασίου, αλλά και εις τα οικότροφα ορφανά κοράσια τα μη έχοντα δικαίωμα προικός, το διοικητικόν συμβούλιον, εάν ήθελεν εγκρίνη ότι απέφερεν ωφέλειαν τινά προς το κατάστημα, δύναται να δίδη κατά την αποφοίτησίν των εκ του ορφανοτροφείου αμοιβήν τινά ανάλογον προς την προκύψασαν προς το κατάστημα ωφέλειαν εκ της εργασίας των. Όπως εισαχθή κοράσιον τι εις το ορφανοτροφείον πρέπει να έχη τα εξής προσόντα: 1) Ν’ ανήκη εις την Θρησκείαν του ανατολικού δόγματος 2) Να προέρχηται εκ νομίμου γάμου 3) Να ήναι ηλικίας από επτά ετών συμπεπληρωμένου. Θ’αποφοιτά δε έχον ηλικίαν από είκοσιν ετών αρχομένων μέχρι εικοστού πρώτου συμπεπληρωμένου. Εννοείται δε ότι όσα εκ των κορασίων κατά την διάρκειαν των σπουδών των ήθελον φωραθή όντα ουχί καλής διαγωγής, ταύτα θα αποβάλλωνται και δεν θα απολαμβάνωσι τίποτε. Γράμματα δεν διδάσκονται ουχί περισσότερα των συνήθως διδασκομένων εν τοις δημοτικοίς σχολείοις των θηλέων.
Όλα τα ακίνητα κτήματα του ορφανοτροφείου θέλω να διατηρηθώσιν αναπαλλοτρίωτα, ούτε να εκποιώνται δηλαδή ούτε να υποθηκεύωνται ή άλλως πως να επιβαρύνονται με χρέη ή με άλλα πραγματικά δικαιώματα. Απαγορεύω συγχρόνως και πάσαν εκχώρησιν των εισοδημάτων αυτών ή και πάσαν άλλην οιανδήποτε επιβάρυνσιν των εισοδημάτων αυτών. Θέλω τα ακίνητα κτήματά μου να επισκευάζονται τακτικώς υπό των εκτελεστών μου και να πληρώνωνται οι βαρύνοντες αυτά νενομισμένοι φόροι και ν’ ανανεώνωνται εκ των εισοδημάτων της περιουσίας μου, όταν η ανάγκη το καλέση. Το αυτό δε να γίνεται και διά τα κτήματα, άτινα εις το μέλλον ήθελον αποκτήσει. Προς τούτοις θέλω οι εκτελεσταί μου να ασφαλίζωσι τακτικώς πάντοτε τ’ ακίνητα κτήματά μου ανά πενταετίαν εις τινα ασφαλιστικήν εταιρίαν προς αποφυγήν πάσης αυτών ζημίας εκ πυρκαϊάς, να ασφαλίζεται δε και το κατάστημα του ορφανοτροφείου περί ου πρόκειται. Τα εισοδήματα των ακινήτων κτημάτων μου και λοιπών εκ χρεωγράφων και συμβολαίων χρήματά μου θέλω να τοκίζωνται ή ανατοκίζωνται παρά των εκτελεστών μου εις ενυπόθηκα δάνεια στερεά, ή να αγοράζωνται εξ αυτών προσοδοφόροι οικοδομαί εντός των Αθηνών ή του Πειραιώς, ή να κατατίθενται εις την Εθνική Τράπεζαν της Ελλάδος ή κατά την θέλησίν των να διατίθενται κατ’ άλλον τρόπον μάλλον προσοδοφόρον, εκτός μόνον εις επιχειρήσεις του Χρηματιστηρίου, εις ας εντελώς απαγορεύω να διαθέτωσι τα περισσεύοντα εισοδήματα της περιουσίας του ορφανοτροφείου, εάν οι εκτελεσταί μου δεν προτιμώσι να κατατίθωνται επωφελώς εις τράπεζας ως ανωτέρω ορίζω. Κατά τον αυτόν δε τρόπον να διατίθωνται και τα τυχόν καταλειφθησόμενα παρ’ άλλων εις το ορφανοτροφείον κληροδοτήματα κληρονομίας ή άλλας αποκτήσεις.
Τα έξοδα των συμβούλων του ορφανοτροφείου και των κυριών, αίτινες θα διευθύνωσιν αυτό, ήτοι των συμβούλων εκτελεστών τα γενησόμενα διά την μετάβασιν αυτών εις τας συνεδριάσεις ή εις άλλας υπηρεσίας του ορφανοτροφείου επιβαρύνουσι το ταμείον αυτού, θα γίνωνται δε τα έξοδα ταύτα όσον δυνατόν οικονομικώτερα και οσάκις απαιτεί τούτο απόλυτος ανάγκη, δεν πρέπει δε να υπερβαίνωσι ταύτα τας δραχμάς χιλίας διακοσίας κατ’ έτος. Επιθυμώ εν τη αιθούση του ορφανοτροφείου ν’ αναρτηθώσιν αι εικόνες της μητρός μου, της συζύγου μου και των αδελφών μου Λεωνίδα και Αθηνάς και να θεωρώνται και αυτοί ως ευεργέται του καταστήματος, καθόσον η μεν σύζυγός μου ουκ ολίγον συνετέλεσεν εις την αύξησιν της περιουσίας μου διά των οικονομιών της και της μερίμνης της και πολλάκις και αύτη εξέφρασε συμπαθείας και επιθυμίας περί των τοιούτων φιλανθρωπικών καταστημάτων. Οι δε αδελφοί μου ένεκα των επίσης φιλανθρωπικών αισθημάτων και σπανίων αρετών των και τους οποίους εκ νεαράς των ηλικίας ανέθρεψα και εξεπαίδευσα ως πατήρ επί τοσούτον μοι ήσαν προσφιλείς, ώστε μέγιστα ήθελον λάβει κληροδοτήματα εκ της περιουσίας μου εάν δεν απέθνησκον προ εμού. Τούτου ένεκα επιθυμώ να μένη ηνωμένη η μνήμη των μετά της ιδικής μου όσον είναι δυνατόν στενώτερον. Ωσαύτως διατάσσω ν’ αναρτηθή εν τη αυτή αιθούση του ορφανοτροφείου και η εικών του νυν Δημάρχου Πειραιώς Κυρίου Τρύφωνος Μουτζοπούλου, ως σπουδαιότατην χορηγήσαντος μοι ηθικήν συνδρομήν προς επιτυχίαν του ιερού σκοπού της ιδρύσεως του ορφανοτροφείου τούτου ης άνευ ήθελε ματαιωθή η ίδρυσις αυτού. Η εικών αύτη να είναι ελαιογραφία σχήματος ομοίου με την εικόνα την ιδικήν μου και διά της αυτής κορνίζης, ήτις θα κατασκευασθή δι’ εξόδων του ορφανοτροφείου, να τεθή δε εις αυτήν η εξής επιγραφή: “Τρύφων Μουτζόπουλος Δήμαρχος Πειραιώς ευεργέτης του ορφανοτροφείου”. Η αυτή επιγραφή να τεθή και επί της προσόψεως της εξωτερικής του αυτού καταστήματος προς τιμήν του εντιμοτάτου και πολυτίμου τούτου ανδρός.
Εις την σύζυγό μου Μαριγώ Δημ. Δημητροπούλου ή Δοϊλα εκ Τριπόλεως της Πελοποννήσου καταγομένην, μεθ’ ης συνέζησα εν αρμονία και αγάπη, αφήνω εάν επιζήση εμού, ίνα διέλθη το υπόλοιπον του βίου της ανέτως και καλώς δραχμάς πεντακοσίας κατά μήνα εκ της περιουσίας μου και μέχρι του θανάτου της. Εις την αυτήν σύζυγόν μου Μαριγώ αφήνω άπαντα τα έπιπλα και σκεύη της οικίας μου και άπαντα τα αργυρά και χρυσά κοσμήματά της και εν γένει τιμαλφή αντικείμενα, άτινα ήθελον ευρεθή εν τη οικία μου, εν ή κατοικώ, υπάρχοντα. Προσέτι δε ορίζω είκοσι χιλιάδας (20.000) δραχμών να δοθώσιν εις την αυτήν σύζυγόν μου Μαριγώ λόγω κληροδοτήματος, εύχομαι δε τας είκοσι ταύτας χιλιάδας δραχμών καθώς και τα κοσμήματα αυτής να διαθέση η σύζυγός μου εις ανέγερσιν ναού εν τη περιοχή του ορφανοτροφείου, τα δε έπιπλα και άπαντα τα σκεύη της οικίας μου να χρησιμεύσωσι διά το κατάστημα, καθότι η σύζυγός μου στερείται προσφιλών συγγενών και μάλιστα έχει ανηψιούς εξ αδελφού της οι οποίοι πολύ μας επίκραναν. Αφίνω εις την αυτήν σύζυγόν μου Μαριγώ ως κληροδότημα την επικαρπία της εν τη πλατεία του Αιόλου και κατά την οδόν Μάρκου Αυρηλίου κειμένης οικίας μου, ίνα νέμηται αυτήν εν όσω ζη, υπό τον όρον να επισκευάζη αυτήν και πληρώνη τους νενομισμένους φόρους, κατά δε τον θάνατόν της να περιέρχηται και η επικαρπία ταύτης εις το ορφανοτροφείον ως και η κυριότης αυτής. Ενταύθα εγώ ο συμβολαιογράφος ηρώτησα τον διαθέτην εάν η σύζυγός του Μαριγώ υπανδευόμενη εκ δευτέρου θέλει απολαμβάνει την επικαρπία της ανωτέρω οικίας του, ούτος δε μου απάντησε ως εξής. “ Είμαι πεπεισμένος ότι η σύζυγός μου ως έχουσα ηλικίαν εβδομήκοντα ετών δεν είναι δυνατόν να σκεφθή περί δευτέρου γάμου, αλλ’ εν πάσει περιπτώσει και αν υπανδρεφθή και εκ δευτέρου επιθυμώ και διατάσσω ίνα η αυτή σύζυγός μου λάβη παν ότι της αφίνω διά της παρούσης διαθήκης μου, ως και την επικαρπίαν της ανωτέρω οικίας μου. Επιμένω όμως να εκφράσω και αύθις την ευχήν ίνα παν ό,τι τη αφήνω διαθέση προς ανέγερσιν ναού εν τη περιοχή του ορφανοτροφείου, ως και η ιδία μου εξέφρασε την τοιαύτην επιθυμίαν της πολλάκις. Φρονώ δε παν ότι αφήνω διά της παρούσης διαθήκης εις την σύζυγόν μου δεν είναι εν συνόλω κατώτερον του νομίμου προστιμορίου, όπερ θέλει ανήκει εις αυτήν μετά τον θάνατόν μου ως άπορον και άπροικον χήραν.
Μετά τούτο εξηκολούθησεν ο αυτός διαθέτης Ιωάννης Χατζή Κυριακός λέγων μοι και τα εξής: Εις ανεψιάν μου Βασιλική Γεωργίου Χατζή Κυριακού αφήνω δραχμάς δέκα χιλιάδας (10.000) διά προίκα της, άτινες θα δοθώσιν εις αυτήν υπό των εκτελεστών της διαθήκης μου την παραμονήν της τελέσεως των γάμων της. Εάν η ανεψιά μου αύτη υπανδρευθή ζώντος εμού και εκπληρώσω την ανωτέρω διάταξιν εγώ, η διάταξις αύτη ακυρούται˙ τούτο και μόνον το ποσόν επιθυμώ να δοθή εις την ειρημένην ανεψιάν μου και ουχί περισσότερον τούτου. Εις την ετέραν ανεψιάν μου Κατίνα σύζυγον Ν. Οικονομοπούλου επειδή την έχω προικίσει, αφίνω λόγω κληροδοτήματος εφ’ άπαξ μόνον δραχμάς εκατόν (100). Εις τον ανεψιόν μου Λεωνίδαν Γεωργίου Χατζή Κυριακού ορίζω να δοθώσι λόγω κληροδοτήματος εφ’ άπαξ δραχμαί εξ χιλιάδες εκατόν αριθ. (6.100) ίνα τω δοθώσι μετά τον θάνατόν μου ως αμοιβή του διά μικράς υπηρεσίας τας οποίας μου παρέχει και θα μου παρέξη και εις το μέλλον. Εις τον ανεψιόν μου τούτον έχω αφήσει προ δώδεκα περίπου ετών το μαγαζείον μου με σειράν πεντήκοντα δύο ετών και με τακτικόν εισόδημα δραχμών πεντακοσίων κατά μήνα. Παρακαλώ δε τους εκτελεστάς της διαθήκης μου να προστατεύσωσι και προστατεύσωσι τον ανεψιόν μου τούτον Λεωνίδα Γ.Χατζή Κυριακού. Εις τον ανεψιό μου Ευάγγελον Γ.Χατζή Κυριακού αφήνω λόγω κληροδοτήματος δραχμάς εκατόν εφ’άπαξ. Εις την ανηψιά μου Αφροδίτην σύζυγον Αντωνίου Λισμάνη αφήνω λόγω κληροδοτήματος δραχμάς εκατόν (100) εφ’ άπαξ. Διά λόγους τους οποίους δεν θέλω να εκθέσω ενταύθα, δεν λαμβάνω μεγαλυτέραν πρόνοιαν διά την οικογένειαν του αποβιώσαντος αδελφού μου Γεωργίου Χατζή Κυριακού˙άλλως από του έτους 1880 επροστάτευσα την οικογένειαν αυτού και την εβοήθησα πολλαχώς, αλλά δυστυχώς και αύτη δεν έδειξε δείγματα προόδου. Καταλείπω εις την υπηρέτριάν μου, ήτις θα είναι εις την οικίαν μου κατά τον θάνατόν μου, δραχμάς τριακοσίας (300) εφ’ άπαξ, εκτός του μισθού της ως κληροδότημα.
Διορίζω εκτελεστάς της παρούσης διαθήκης μου 1) Την σύζυγόν μου Μαριγώ 2) Κωνσταντίνο Σημαντήραν ως Πρόεδρον του Αρείου Πάγου ή τον εκάστοτε εν τη θέσει ταύτη του Προέδρου του Αρείου Πάγου διάδοχον αυτού. 3) Τρύφωνα Μουτζόπουλον, εμποροκτηματίαν και νυν Δήμαρχον Πειραιώς, κάτοικον Πειραιώς 4) Ιωάννην Ε. Μεσολωράν, καθηγητήν της Θεολογίας, κάτοικον Αθηνών 5) Στυλιανόν Γ. Αναστασόπουλον, έμπορον, κάτοικον Πειραιώς, 6) Βαλέριον Στάην, ιατρόν, κάτοικον Πειραιώς και 7) Παναγιώτην Θ. Κουμάνταρον, κτηματίαν, κάτοικον Πειραιώς. Μετά δε τον θάνατον της συζύγου μου αφήνω εκτελεστήν και διορίζω τον ανεψιόν μου Νικόλαον Οικονομόπουλον, οφθαλμοϊατρόν, κάτοικον Αθηνών. Οι εκτελεσταί της διαθήκης μου θα διαχειρίζωνται την μετά τον θάνατόν μου ευρεθησομένην περιουσίαν ισοβίως. Εάν δε τις εξ αυτών αποβιώση ή οπωσδήποτε απόσχη της θέσεώς του ως εκτελεστού οι υπολειπόμενοι θέλουσιν αμέσως εκλέγει τον αντικαταστάτην αυτού, ουχί δι’απλής πλειονοψηφίας αλλά διά πλειονοψηφίας των δύο τρίτων των επιζόντων εκτελεστών. Εάν συμπέση ν’αποθάνωσιν ή απόσχωσι της θέσεώς των ως εκτελεστών πλειότεροι του ενός, οι μένοντες πρέπει να εκλέξωσι τους αντικαταστάτας αυτών κατά τον αυτόν ως ανωτέρω τρόπον, ώστε οι εκτελεσταί και διαχειρισταί ούτοι της περιουσίας μου να εξακολουθήσωσι διαχειριζόμενοι αυτήν εσαεί. Οι μετά τον θάνατόν μου εκτελεσταί διατάσσω να προβώσιν άμα τω θανάτω μου εις την απογραφήν της τε κινητής και ακινήτου περιουσίας μου. Προς τούτοις να δίδωσι κατ’ έτος λογαριασμόν εις την προϊσταμένην δημοτικήν αρχήν Πειραιώς, και αυτοί δε οι εκτελεσταί μου να λαμβάνωσιν λογαριασμόν από το υπ’ αυτούς προσωπικόν του ορφανοτροφείου διά την διαχείρησιν της περιουσίας αυτού. Οι εκτελεσταί θέλουν αποφασίζει κατά πλειονοψηφίαν, εκτός μόνον όταν πρόκειται περί εκλογής εκλείποντος εκτελεστού, ήτις θ’ αποφασίζηται διά των δύο τρίτων, ως ανωτέρω ορίζω. Εκ των μελλόντων εκτελεστών μου οι τέσσαρες θέλω να είναι κάτοικοι Πειραιώς, οι δε άλλοι τρεις κάτοικοι Αθηνών, όπου έχω την ακίνητον περιουσίαν μου. Περί αμοιβής των εκτελεστών μου δεν κάμνω λόγον, διότι ως πιστεύω και οι μεταγενέστεροι αυτών θα είναι εκ των εντιμοτέρων και ευποροτέρων, τους οποίους παρακαλώ να δεχθώσι μετά θρησκευτικού ζήλου το βάρος τούτο μόνον προς όφελος των ορφανών και απόρων κορασίων. Οι εκτελεσταί της διαθήκης μου θέλουν παραλάβει μετά τον θάνατόν μου όλην την περιουσίαν μου, μετά την απογραφή της οποίας θέλουν καταβάλλει τα κληροδοτήματα ως ανωτέρω διάτάσσω και θέλουν δώσει εις τον κληρονόμον μου ήτοι εις το Ζάνειον Νοσοκομείον Πειραιώς δραχμάς πεντακοσίας (500). Είμαι δε βέβαιος ότι ο κληρονόμος θέλει παραιτηθεί δικαιωμάτων τα οποία χορηγεί εις αυτόν ο Φαλκίδιος νόμος και θέλει ευχαριστηθή εις το ποσόν των δραχμών πεντακοσίων το οποίον αφήνω εις αυτό, διότι η σαφής και ρητή θέλησίς μου είναι να μη λάβη πλέον τι λόγω του Φαλκιδίου, αλλά να εκτελεσθώσι κατά γράμμα και ακριβώς άπασαι αι διατάξεις της διαθήκης μου. Εάν τυχόν δεν παραιτηθή ο κληρονόμος μου του δικαιώματος, ήτοι το εν Πειραιεί Ζάννειον Νοσοκομείον, όπερ χορηγεί εις αυτό ο Φαλκίδιος νόμος, τότε ονομάζω και εγκαθιστώ κληρονόμον μου εις άπασαν την περιουσίαν μου κινητήν και ακίνητον το εν Πειραιεί ορφανοτροφείον των θηλέων, ου την σύστασιν ενέκρινεν το από εννάτης Ιουνίου 1889 Βασιλικόν Διάταγμα υπό την επωνυμίαν «Ορφανοτροφείον θηλεών Ιωάννου και Μαριγώς Χατζή Κυριακού», το οποίον όμως οφείλει να εκπληρώση όλας τας προηγούμενας κληροδοσίας.
Παρατηρώ δε ότι η οικοδομή προς εγκατάστασιν του ορφανοτροφείου ιδία εμού δαπάνη ήρξατο προ πολλών ετών και εγγίζει ήδη εις το πέρας της. Καθιστώ γνωστόν ότι το ίδρυμα τούτο ορφανοτροφείον δεν ανήκει μόνον εις τον Δήμον Πειραιώς αλλ’ εις όλον το Ελληνικό Έθνος. Του φιλανθρωπικού τούτου ιδρύματος τον θεμέλιον λίθον κατέθηκεν ομού μετ΄εμού και της συζύγου μου τη λ’ Απριλίου ΑΩΠΘ (1889) η σεπτή και φιλάνθρωπος της Ελλάδος Άνασσα Όλγα. Τολμώ δε να εκφράσω την ευχήν και επιθυμίαν ίνα η Αυτής Μεγαλειότης και αι διάδοχοι Βασίλισσαι της Ελλάδος ευδοκήσωσι να δεχθώσιν όπως αναλάβωσιν υπό την υψηλήν αυτών προστασίαν το φιλανθρωπικόν τούτο καθίδρυμα προς μεγαλυτέραν πρόοδον αυτού, διά να καταστή το πρότυπον εν Ανατολή ορφανοτροφείον θηλέων. Ορίζω ίνα εντός του καταστήματος τούτου ορισθή ιδιαιτέρα αίθουσα διά την Βασιλικήν οικογένειαν , και να αναρτηθώσιν αι εικόνες των Βασιλέων δαπάνη του καταστήματος, ήτοι του Βασιλέως και της Βασιλίσσης˙ εν δε τη άλλη γενική αιθούση του καταστήματος θέλουσιν εν πάσει περιπτώσει αναρτηθή αι εικόνες εμού , της συζύγου μου και του Δημάρχου Πειραιώς Τρύφ. Μουτζοπούλου, της μητρός μου και των αδελφών μου ως ανωτέρω ορίζω.
Συσταίνω εις την σύζυγόν μου Μαριγώ και θέλω να μη δώση καμμίαν μετά τον θάνατόν μου βοήθειαν εις τον Δημήτριο Μαυροπούλην και εις την οικογένειαν αυτού, διότι αρκετά τοις έχω ευεργετήσει μέχρι τούδε, δωρήσας εις την σύζυγόν του οικίαν αξίας δραχμών είκοσι δύο χιλιάδων, επιτρέψας δε εις την οικογένειάν του να κάθηται δωρεάν επί τέσσαρα έτη συνεχή εις την ενταύθα επί των οδών Αιόλου και Αθηναϊδος οικίαν μου, εν ω το εκ ταύτης ενοίκιον ηδύνατο να υπερβαίνη τας χιλίας δραχμάς ετησίως. Εκτός τούτου ο Δημήτριος Μαυροπούλης προ δύο περίπου ετών με ηπάτησε και του έδωκα εξ χιλιάδας δραχμάς όπως μου τα επιστρέψη εις πρώτην ζήτησίν μου και αρνείται μέχρι σήμερον να μου τας επιστρέψη. Διά την μεγάλην του δε αχαριστίαν προς όσας ευεργεσίας επί πολλά έτη του έκαμα τον θεωρώ ανάξιον πάσης συνδρομής αυτού και της οικογένειάς του, επαναπαύμαι δε ότι η σύζυγός μου θα τηρήση την σύστασίν μου ταύτην˙ άλλως τε θα γογγύσω εκ του τάφου μου εναντίον της.
Χρέη κατ’ ευτυχίαν δεν έχω, επομένως εις κανένα τίποτα δεν οφείλω, ούτε χρεωστικόν έγγραφον έχω εκδώσει, το οποίον να μένη ανεξόφλητον, ουδέ έχω θέσει την υπογραφήν μου, εις γραμμάτια, εις συναλλαγματικάς ή άλλα χρεωστικά έγγραφα, ούτε εν ιδίω ονόμοτι, ούτε υπέρ άλλου ως εγγυητής, ουδέ ενέχομαι καθ’ ολοκληρίαν εις άλλην οιανδήποτε υποχρέωσιν. Ταύτα αναφέρω διά να χρησιμεύσωσι εις τους εκτελεστάς της διαθήκης μου ταύτης ως οδηγός εναντίον εκείνων οι οποίοι ήθελον τυχόν ισχυρισθή ότι οφείλω τι. Εάν δε εν τω μέλλοντι ευρεθώ εις την ανάγκην να δανεισθώ ποσόν τι, θα σημειώσω τούτο εις το ιδιαίτερόν μου βιβλίον, εις το οποίον σημειώνω τακτικως τας καθημερινάς ληψοδοσίας μου.
Την θέλησιν εν γένει του να διατεθή η περιουσία μου διά τοιούτον φιλανθρωπικόν τρόπον, όπως τώρα διατίθεται διά της παρούσης διαθήκης μου είχον από πολλών ετών, εξεδήλωσα δε ταύτην και ρητώς και επισήμως διά διαθήκης μου μυστικής προ είκοσι περίπου ετών κατατιθέμενης παρά των αρχείω του ποτέ συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Λαμπρούλη και δι’ άλλων μεταγενεστέρων διαθηκών και σήμερον επιμένω εις την αρχικήν μου βούλησιν όπως η περιουσία μου διατεθή προς τον ανωτέρω αγαθοεργόν σκοπόν. Την παρούσαν μου διαθήκην θέλω υπογράψη ολογράφως ούτω˙ Ιωάννης Χ. Κυριακού, εν ω εις τας λοιπας συναλλαγάς υπογράφω μόνον Ι. Χ. Κυριακού. Είχον και έχω την επιθυμίαν όπως το φιλανθρωπικόν τούτο κατάστημα υπάρξη Πανελλήνιον.
Επεθύμουν δε προσέτι να φέρω εις πέρας αυτό εγώ ο ίδιος εν όσω ακόμη ζω διά να επιβλέψω και διατάξω τα της λειτουργίας αυτού, αλλά δυστυχώς η δίκη η υφισταμένη ακόμη ενώπιον του ενταύθα Εφετείου περί μεσοτοιχίας μεταξύ εμού και τινός Εφεσίου από Καλαμών, την οποίαν επισπεύδω παντί σθένει, να μη αφήσω αυτήν εκκρεμή μετά τον θάνατόν μου, καθόσον αφορά εν των μάλλον προσοδοφόρων κτημάτων του ορφανοτροφείου˙ η δίκη αύτη με επότισεν επί εξ συνεχή έτη πολλάς πικρίας και πλήρη απογοήτευσιν ένεκα των στρεψοδικιών του ειρημένου αντιδίκου μου, ώστε εσταμάτησα και αυτήν την πρόοδον του εν Πειραιεί ορφανοτροφείου, μολον ότι προς οικοδομήν αυτού εδαπάνησα επί του παρόντος δραχμάς εκατόν εβδομήκοντα χιλιάδας, αίτινες μένουσι νεκρά κεφάλαια επί τόσον χρόνον και η οποία οικοδομή δεν ήθελε προχωρήσει άνευ της ηθικής ενθαρρύνσεως την οποίαν μου παρείξεν ο αξιότιμος κύριος Τρύφων Μουτζόπουλος Δήμαρχος Πειραιώς. Αναφέρω δε ταύτα διά να μάθη έκαστος ποίας ζημίας επροξένησεν εις τα ορφανά ο φιλόδικος χαρακτήρ του εκ Καλαμών αντιδίκου μου Σπυρίδωνος Εφεσίου, ο προκαλέσας εναντίον του νόμου και του δίκαιου δίκην εντελώς ανυπόσταστον˙ ένεκα δε της αδίκου ταύτης διαγωγής του ρηθέντος Εφεσίου διατάσσω όπως επί δέκα έτη αφ’ ής αρχίσει να λειτουργή το ορφανοτροφείον να μη εισάγωνται εις αυτό ορφανά κοράσια εκ του Δήμου Καλαμών εξ ου κατάγεται ο Σ. Εφέσιος και ο άμοιρος ανατροφής δικηγόρος του Γ. Μελισσουργός, όστις με απεκάλεσε πρόστυχον και απαξιών να ομιλή αυτός όπως και ο πελάτης του προς εμέ. Ο επί δεκαετίαν αποκλεισμός από του ορφανοτροφείου των εκ των Καλαμών καταγομένων ορφανών κορασίων οφείλεται εις την προς εμέ άτοπον απρεπή συμπεριφοράν του αντιδίκου μου Εφεσίου και του πληρεξουσίου αυτού Γ. Μειλισσουγού. Λεπτομερείας περί της ανωτέρω δίκης δύναται έκαστος να μάθη εκ των φύλλων του «Άστεως» της 14 και 18 Απριλίου 1896 όπου κατεχωρήθησαν δύο σχετικαί διατριβαί. Ακυρώ πάσαν προγενεστέραν διαθήκην μου και πάντα κωδίκελλον, εκτός των διατάξεων των αφορωσών τον κανονισμόν του ορφανοτροφείου, των αναφερομένων εις τον υπ’ αριθ. 4883 και από δεκάτης πέμπτης Φεβρουαρίου 1895 κωδικέλλου γενομένου ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιω. Α. Γαϊτάνου. Εννοώ δε και θέλω να ισχύση μόνη η παρούσα διαθήκη μου, ως περιέχουσα την τελευταίαν καθαράν και μόνην θέλησίν μου. Προσθέτω δε και διατάσσω αφ’ ενός μεν να μη γείνη φαλκίδευσις ουδεμία των κληροδοτημάτων, αφ’ ετέρου δε ν’ απαλλαγή η σύζυγός μου Μαριγώ πάσης υποχρεώσεως προς εγγυοδοσίαν ή οιανδήποτε άλλην ασφάλειαν. Εκτος δε τούτου ο διαθέτης εξέφρασε την ζωηράν επιθυμίαν του, η οικία του η οποία σήμερον χρησιμεύει ως Ξενοδοχείον αι «Αθήναι» επί της οδού Σταδίου και Κοραή να ενοικιάζεται υπό των εκτελεστών προς τον ξενοδόχον Β. Κουρβέλην και τον υιόν αυτού κατά προτίμησιν παντός άλλου.
Ενταύθα ο διαθέτης εσταμάτησε δηλώσας ότι ετελείωσε τας διατάξεις αυτού. Εγώ δε ο συμβολαιογράφος επρόσεξα πολύ εις την άνευ διακοπής έκθεσιν της θελήσεώς του, έγραψα δε τους ιδίους αυτού λόγους, χωρίς να μεταβάλλω την έννοιαν των λόγων του και κατεχώρησα παν ό,τι είπεν εν τη παρούση διαθήκη. Προσεκάλεσα δε τον αυτόν διαθέτην αμέσως να μου είπη αν έχη να προσθέση τι, αυτός δε μου απάντησεν ότι ουδέν έχει να προσθέση. Μετά ταύτα υπέμνησα εις τον αυτόν διαθέτην όπως αφήση ελεημοσύνας εις φιλανθρωπικά εθνικά ή άλλα αγαθοεργά καταστήματα, ούτως δε μου απήντησεν ότι ουδέν πλέον έχει ν’αφήση, αφού ολόκληρον την περιουσίαν του διέθεσε εις σκοπόν φιλανθρωπικόν. Μετά τούτο προσεκάλεσα τον αυτόν διαθέτην και τους ρηθέντας τρεις μάρτυρας να προσέξωσιν εις την ανάγνωσιν της παρούσης διαθήκης και ν’ ακούσωσι την ανάγνωσιν αυτής, ην και ανέγνωσα ευκρινώς και μεγαλοφώνως εις επήκοον του ιδίου διαθέτου και των ιδίων μαρτύρων απ’ αρχής μέχρι τέλους χωρίς όμως και να ακούηται η φωνή μου εις τα έξω˙ κατόπιν παρέδωκα την διαθήκην ταύτην εις τους ανωτέρω τρεις μάρτυρας εγγραμμάτους και γνωστούς μου, ίνα την παρατηρήσωσιν ούτοι και την αναγνώσωσι.
Λαβόντες δε αλληλοδιαδόχως οι ρηθέντες μάρτυρες την παρούσαν διαθήκην την παρετήρησαν και την ανέγνωσαν αλληλοδιαδόχως, ως και ο διαθέτης, αφού δε παρετήρησαν αυτήν πάντες και την ανέγνωσαν, ο διαθέτης και οι μάρτυρες απ’ αρχής μέχρι τέλους και τότε την υπέγραψαν απαξάπαντες. Προς βεβαίωσιν συνετάχθη η παρούσα διαθήκη εν τω εν αρχή αυτής μνημονευομένω δωματίω της προμνησθείσης ιδιοκτήτου οικίας του διαθέτου, κειμένης επί της οδού Μάρκου Αυρηλίου και Πλατείας Αιόλου και εις την ενορίαν του ιερού ναού της Παναγίας Χρυσοκαστριωτίσσης˙ η σύνταξις της διαθήκης ταύτης αρξαμένη την τρίτην ώραν μεσημβρίαν της δεκάτης εβδόμης Ιουλίου 1896 ημέραν Τετάρτην της εβδομάδος, παρατούται την ώραν ογδόην μετά μεσημβρίαν της αυτής ημέρας της δεκάτης εβδόμης Ιουλίου 1896 χιλιοστού οκτακοσιοστού εννενηκοστού έκτου έτους. Η προκειμένη διαθήκη αφού ως ανωτέρω είρηται ανεγνώσθη και παρετηρήθη υπό τε του διαθέτου και των τριών μαρτύρων, ανεγνώσθη δε προσέτι και παρ’ εμού ευκρινώς και μεγαλοφώνως εις επήκοον του τε ανωτέρω τριών μαρτύρων και εβεβαιώθη παρ’ όλων, υπεγράφη παρ’ εμού του συμβολαιογράφου, παρά του διαθέτου Ιω. Χ. Κυριακού και των μαρτύρων Ξενοφ. Ψαρρά, Διονυσίου Σωμερίτου και Γεωργίου Ν. Κουμουτζοπούλου ου μόνον εις το τέλος αλλά και εις έκαστον των οκτώ φύλλων χαρτοσήμου, εξ’ ών η παρούσα διαθήκη σύγκειται.
Οι μάρτυρες
Ξενοφ. Ψαρράς, Διον. Θ. Σωμερίτης , Γ. Ν. Κουμουτζόπουλος
Ο διαθέτης
ΙΩΑΝΝΗΣ Χ. ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Ο Συμβολαιογράφος Αθηνών
(Τ.Σ) Π.Ν. ΠΑΠΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ό, τι ακριβές αντίγραφον όπερ δίδεται εις τον διαθέτην κατ’ αίτησίν του.
Αθήνησι τη 19 Ιουλίου 1896.
Ο Συμβολαιογράφος Αθηνών
(Τ.Σ) Π.Ν. ΠΑΠΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΩΔΙΚΕΛΛΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ
Εν Αθήναις σήμερον την εικοστήν πέμπτην (25) Ιουλίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού εννενηκοστού ογδόου έτους, ημέραν Σάββατον και ώραν πέμπτην μετά μεσημβρίαν, εν τω γραφείω μου κειμένω ενταύθα επί της πλατείας Λουδοβίκου και της οδού Κρατίνου και υπαγομένω εν τη ενορία του ναού της Χρυσοσπηλαιωτίσσης, ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου και κατοίκου Αθηνών Ηλία Δ. Τσοκά, εδρεύοντος ενταύθα, ενεφανίσθη ο γνωστός μοι και μη εξαιρούμενος κύριος Ιωάννης Μοθωναίος, ράπτης, κάτοικος Αθηνών εν τη οικία του Ιωάννου Χατζηκυριακού, υπαγομένη εν τη ενορία του ναού της Αγίας Ειρήνης, και με είπεν ότι ενετάλη παρά του κυρίου Ιωάννου Χατζηκυριακού ίνα με καλέση να μεταβώ παρ’ αυτώ ίνα συντάξω έγγραφον τι και απήλθεν˙ εγώ δε μετέβην πάραυτα εις την ενταύθα επί της οδού Μάρκου Αυρηλίου και επί της πλατείας Αιόλου οικίαν του Ιωάννου Χατζηκυριακού υπαγομένην εν τη ενορία του ναού της Χρυσοκαστριωτίσσης, εν τη οποία οικία κατοικεί ο κύριος Ιωάννης Χατζηκυριακός, πρώην ταμβακοπώλης, και ήδη κτηματίας, κάτοικος Αθηνών εν τη ειρημένη οικία του, γνωστός μοι και άσχετος συγγενείας προς με, τον οποίον εύρον εν τη κατοικία του ταύτη και τον ηρώτησα εάν και διά ποίαν αιτίαν με εκάλεσε διά του ειρημένου Ιωάννου Μοθωναίου και μοι απήντησεν ότι αληθώς μ’ εκάλεσε διά να τω συντάξω το παρόντα κωδίκελλον.
Αφ’ ού δ’ εγώ εφ’ ικανήν ώραν συνδιαλεχθείς μετά του Ιωάννου Χατζηκυριακού επείσθην ότι ούτος έχει σώας τας φρένας και υγιά τον νουν και ότι μ’ ομιλεί σπουδαίως, εκάλεσα ως μάρτυρας τους κυρίους Σίμον Μπαλάνον, δικηγόρον, κατοικούντα εν Αθήναις εν τη επί της οδού Σταδίου οικία Μποκαούρη, υπαγομένη εν τη ενορία του ναού των Αγίων Θεοδώρων ένθα και εκκλησιάζεται. Ξενοφώντα Ψαρράν, δικηγόρον και καθηγητήν του Εθνικού Πανεπιστημίου, κατοικούντα εν Αθήναις εν τη ιδιοκτήτω οικία του επί της οδού Θησέως, υπαγομένη εν τη ενορία του ναού του Αγίου Γεωργίου, ένθα και εκκλησιάζεται, και Κωνσταντίνον Ρακτιβάν, δικηγόρον κατοικούντα εν Αθήναις εν τη οικία των κληρονόμων Δ. Ρακτιβάν, κειμένη επί της οδού Ιπποκράτους και Ακαδημίας και υπαγομένη εν τη ενορία του ναού της Ζωοδόχου Πηγής ένθα και εκκλησιάζεται, γνωστούς μοι όντας και τους τρεις τούτους μάρτυρας πολίτας Έλληνας, ενηλίκους, ασχέτους δε συγγενείας προς με, προς τον Ιωάννην Χατζηκυριακόν και προς αλλήλους και εις ουδεμίαν υπαγομένους εξαίρεσιν και χριστιανούς ορθοδόξους. Εις τους μάρτυρας τούτους είπον τον σκοπόν του Ιωάννου Χατζηκυριακού και αφ’ ού και ούτοι συνδιαλεχθέντες μετ’ αυτού επείσθησαν ότι ούτος έχει σώας τας φρένας και υγιά τον νούν και ότι ομιλεί σπουδαίως, εκάλεσα εγώ τον ειρημένον Ιωάννη Χατζηκυριακόν, ίνα υπαγορεύση εις εμέ την τελευταίαν θέλησίν του, προ τούτο δ’ έκλεισα διά της κλειδός τας θύρας πάσας του δωματίου εν ω ευρισκόμεθα και εν ω γράφεται η παρούσα και ώρκισα τους ανωτέρω τρεις μάρτυρας επί του ιερού Ευαγγελίου τον εξής όρκον: «Ορκιζόμεθα να φυλάξωμεν μυστικόν ό,τι ακούσωμεν μέχρι του θανάτου του διαθέτου Ιωάννου Χατζηκυριακού, ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το ιερόν αυτού Ευαγγέλιον.»
Ο δε Ιωάννης Χατζηκυριακός ήρξατο λέγων ενώπιόν μου και των μαρτύρων, κεκλεισμένων μετά του διαθέτου εν τω αυτώ δωματίω χωρίς να μεταδίδεται η φωνή έξωθι, τα εξής, τα οποία καταχωρώ ενταύθα χωρίς να αλλοιώσω την έννοιαν αυτών ή μεταβάλλω τας διατάξεις του και χωρίς να τω κάμω ούτε εγώ ούτε τις των μαρτύρων διακοπήν τινά ή παρατήρησιν. Είπε δε ταύτα˙” Επικυρώ εν γένει την από δεκάτης εβδόμης Ιουλίου 1896 (εννενηκοστού έκτου) έτους υπ’ αριθ. 28566 ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Π.Παπαδιαμαντοπούλου συνταχθείσαν διαθήκην μου και προσθέτω σήμερον και τα εξής˙ Αποθανούσης ήδη της συζύγου μου πάντα τα υπέρ αυτής παρ’ εμού αφεθέντα διατάσσω να δοθώσιν εις το παρ’ εμού ιδρυθέν ορφανοτροφείον θηλέων Ιωάννου και Μαριγούς Χατζηκυριακού, εγκεκριμένον διά του από εννάτης Ιουλίου 1889 Βασιλικού διατάγματος και του οποίου το Καταστατικόν ενεκρίθη διά Βασιλικού Διατάγματος της εικοστής έκτης Δεκεμβρίου 1896. Οι εκτελεσταί, τους οποίους ωνόμασα διά της διαθήκης μου, την οποίαν τροποποιώ εν μέρει διά του παρόντος κωδικέλλου, θ’ αποτελέσωσι και το επταμελές διοικητικόν συμβούλιον του ορφανοτροφείου, το οποίον συμβούλιον θέλει αναλάβει την εκπροσώπησιν και διοίκησιν του ορφανοτροφείου μετά τον θάνατόν μου ως τοιούτους συμβούλους και εκτελεστάς διορίζω 1) τον εκάστοτε Πρόεδρον του Αρείου Πάγου 2) Τρύφωνα Μουτζόπουλον, νυν Δήμαρχο Πειραιώς και κάτοικον αυτόθι, 3) Ιωάννη Μεσολωράν, καθηγητήν της Θεολογίας, κάτοικον Αθηνών, 4) Στυλιανόν Αναστασόπουλον, έμπορον, κάτοικον Πειραιώς. 5) Βαλέριον Στάην, ιατρόν, κάτοικον Πειραιώς. 6) Παναγιώτην Κουμάνταρον, κτηματίαν, κάτοικον Πειραιώς και 7) Κωνσταντίνον Λούρον, ιατρόν, κάτοικον Αθηνών, αντί του εν τη διαθήκη μου διορισθέντος Νικολάου Οικονομοπούλου, οφθαλμιατρού. Επομένως οι εκτελεσταί ούτοι και σύμβουλοι του ορφανοτροφείου υπ’ αμφοτέρας τας ιδιότητας αυτών ταύτας θα παραλάβωσι και διαχειρίζωνται την όλην περιουσίαν μου εκπροσωπούντες ταύτην εις όλας τας σχέσεις και μεριμνώντες περί της ακριβούς εκτελέσεως των διατάξεών μου. Εν περιπτώσει θανάτου, μη αποδοχής, παραιτήσεως ή παύσεως τινός εκ των προμνησθέντων συμβούλων και εκτελεστών οι υπολειπόμενοι θα εκλέξωσι τον αντικαταστάτην του δι’ απολύτου πλειοψηφίας κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα εν τω Καταστατικώ. Διευθύντρια του ορφανοτροφείου διορίζω την κυρίαν Σοφίαν Ιω. Χ. Σιμοπούλου, εάν δέχηται αύτη την διεύθυνσιν.
Κατά τα λοιπά επιθυμώ να τηρηθώσιν απαρεκλίτως και πραγματοποιηθώσι καθ’ ολοκληρίαν αι διατάξεις της διαθήκης μου και εάν ακόμη δι΄οιονδήποτε λόγον δεν ήθελεν ισχύει αύτη ως διαθήκη επιθυμώ να ισχύση και εκτελεσθή και ως κωδίκελλος εξ αδιαθέτου, ούτως ώστε οιοιδήποτε και αν ώσιν οι κληρονόμοι μου, τα διά της διαθήκης μου αφεθέντα να δοθώσιν εις τους υπέρ ων ωρίσθησαν˙ άπασα δε η περιουσία μου, εκτός των εις το Ζάννειον Νοσοκομείον αφεθεισών πεντακοσίων δραχμών και των λοιπών κληροδοτημάτων να περιέλθη εις το Ορφανοτροφείον θηλέων του Ιωάννου και Μαριγούς Χατζηκυριακού άνευ τινός περιορισμού ή ελαττώσεως εξ οίας δήποτε αιτίας και λόγω φαλκιδίου, όπερ ρητώς απαγορεύω εις τους κληρονόμους μου. Τας διατάξεις ταύτας επαναλαμβάνω επίσης και διά του παρόντος κωδικέλλου, ο οποίος εννοώ να ισχύση εν πάσει περιπτώσει και ανεξαρτήτως από της διαθήκης μου ως εξ αδιαθέτου κωδίκελλος, εάν εξ οιουδήποτε λόγου δεν ήθελε διατηρηθή η προμνησθείσα διαθήκη μου. Εις την Ζωήν Παπαδοπούλου, θυγατέραν της υπηρετρίας μου Ζαχαρούλας, αφίνω δραχμάς δύο χιλιάδας διά να τη χρησιμεύσουν ως προιξ και να τα λάβη όταν πρόκειται να παντρευθή, εκτός εάν τα δώσω εγώ προς αυτήν. Παρακαλώ προσέτι τους Συμβούλους του Καταστήματος να δώσωσιν ανάλογον εν τη αυτή έμμισθον υπηρεσίαν εις την άλλην θυγατέρα της ιδίας Ελένην Παπαδοπούλου εις δε τη μητέρα των Ζαχαρούλα Παπαδοπούλου να δίδωνται δραχμαί εικοσιπέντε μηνιαίως εφ’ όρου ζωής αυτής. Επίσης εις τον υπηρέτην μου Θεόδωρον Μαρκίδην αφίνω δραχμάς τριακοσίας εφ’ άπαξ και εικοσιπέντε δραχμάς μηνιαίως εφ’ όρου ζωής του. Επίσης εις τον Ηλίαν Καραβοκυράκον αφίνω εφάπαξ δραχμάς τετρακοσίας. Το διά της διαθήκης μου ορισθέν κληροδότημα δέκα χιλιάδων δραχμών προς την ανεψιάν μου Βασιλική Γ. Χατζηκυριακού να δοθή μόνον αφ’ ού όλοι οι αδελφοί της εκ της μιάς και εκ της άλλης γυναικός του Γ. Χατζηκυριακού αποδεχθούν την διαθήκην μου. Εν γένει δε οι συγγενείς μου να μη έχουν προστασίαν τινά του Καταστήματος του Ορφανοτροφείου εάν προσβάλουν την διαθήκην και όλας τας τελευταίας διατάξεις μου.
Ουδέν χρέος έχω, και αν ποτέ αναγκασθώ να χρεωθώ θα το σημειώσω εις τα βιβλία μου. Επίσης ουδέν συμβόλαιον υφίσταται εναντίον των διατάξεων της διαθήκης μου και του κωδικέλλου τούτου, και αν τυχόν ήθελε παρουσιασθή τι τοιούτον, να θεωρηθή ως ανίσχυρον”. Αφ’ ού ο διαθέτης έπαυσε να λέγη, τον ηρώτησα αν θέλη να προσθέση άλλο τι και μ’ απεκρίθη όχι. Τω υπέμνησα εάν επιθυμή ν’ αφίση ελεημοσύνας ή κληροδοτήματα εις φιλανθρωπικά Καταστήματα και μ’ απήντησεν ότι “όλην μου την περιουσίαν εις φιλανθρωπικούς σκοπούς διέθεσα”.
Μετά ταύτα εκάλεσα τον διαθέτην και τους μάρτυρας ν’ ακούσωσι την ανάγνωσιν του κωδικέλλου τούτου, τον οποίον ανέγνωσα αυτών ευκρινώς και εις επήκοον αυτών πάντων με φωνήν, μη μεταδιδομένην εκτός του δωματίου εν ω εμένομεν, και μετά τούτο τον παρέδωκα εις τον διαθέτην και τους τρεις μάρτυρας, οίτινες αλληλοδιαδόχως τον ανέγνωσαν και τον παρετήρησαν μετά προσοχής, βεβαιώσαντες ότι εγράφη εν αυτώ πιστώς και επ’ ακριβώς παν ό,τι διέταξεν ο διαθέτης, μετά δε την βεβαίωσιν ταύτην τον υπεγράψαμεν πάντες, ήτοι ο διαθέτης Ιωάννης Χατζηκυριακός, με ολόγραφον το ονοματεπώνυμόν του, οι μάρτυρες και εγώ ο Συμβολαιογράφος˙ επεραιώθη δε ο παρόν κωδίκελλος εν τω αυτώ δωματίω της ανωτέρω μνημονευθείσης οικίας του Ιω. Χατζηκυριακού, κεκλειμένη πάντοτε και ουδενός πλην του διαθέτου, εμού και των μαρτύρων μένοντος εν αυτή ή ακούοντος ό,τι ελέγετο εν αυτή, την εβδόμην ώραν μετά μεσημβρίαν αυθημερόν, άνευ διακοπής ή επεισοδίου τινός. Εγένετο δε ο παρόν κωδίκελλος εν δυσί φύλλοις, ων το πρώτον φέρει εν τέλει τας υπογραφάς του διαθέτου, των μαρτύρων και εμού.